- μεφιτισμός
- ο1. ο σχηματισμός μεφιτικών αερίων2. η μόλυνση τής ατμόσφαιρας από αναθυμιάσεις υδάτων που λιμνάζουν, αποχωρητηρίων κ.ά., η οποία καθιστά τον ατμοσφαιρικό αέρα πνιγηρό και βλαβερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mephitisme (< λατ. mephitis βλ. λ. μεφίτις].
Dictionary of Greek. 2013.